τριπτήριον

From LSJ

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριπτήριον Medium diacritics: τριπτήριον Low diacritics: τριπτήριον Capitals: ΤΡΙΠΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: triptḗrion Transliteration B: triptērion Transliteration C: triptirion Beta Code: tripth/rion

English (LSJ)

τό, rubbing tool, Glossaria (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

τριπτήριον: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τρίφτης», «στλεγγίδες τὰ τριπτήρια, οἷς οἱ ἐν τοῖς βαλανείοις τριβόμενοι τὸν ῥύπον ἐκξέουσι» Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 874, Γλωσσ.

Greek Monolingual

τὸ, Α·]τριπτήρ
όργανο για το τρίψιμο του σώματος στο λουτρό.

German (Pape)

τό, Reibezeug, zweifelhaft.