τριχιά

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. σχοινί από συνεστραμμένες τρίχες αλόγων ή κατσικιών
2. (γενικά) χονδρό σχοινί
3. τρίχινο νήμα τών υποδηματοποιών
4. το τρίχινο κόσκινο τών μεταλλουργών
5. η καθετή τών ψαράδων
6. κρησάρα, σήτα
7. φρ. «κάνω την τρίχα τριχιά» — υπερβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχα (ΙΙ) + κατάλ. -ιά (πρβλ. πρασσιά)].