τροχαντήρ

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχαντήρ Medium diacritics: τροχαντήρ Low diacritics: τροχαντήρ Capitals: ΤΡΟΧΑΝΤΗΡ
Transliteration A: trochantḗr Transliteration B: trochantēr Transliteration C: trochantir Beta Code: troxanth/r

English (LSJ)

τροχαντῆρος, ὁ, in Anatomy,
A trochanter, i.e. either of two processes at the head of the thigh bone, Gal.UP15.8, cf. Id.2.309, 312, Epigr. ap. S.E.M.1.316sq.
II part of the stern of a ship, Hsch.
III an instrument of torture, LXX 4 Ma.8.13 (v.l. -τήρια).

Greek (Liddell-Scott)

τροχαντήρ: ῆρος, ὁ, ἐν τῇ Ἀνατομικῇ τροχαντῆρες ἐκαλοῦντο ἀποφύσεις ἢ ἐκφύσεις κατὰ τὸ ἀνώτατον ἄκρον τοῦ ὀστοῦ τοῦ μηροῦ, ὑποκάτω τοῦ αὐχένος, εἰς ἃς καταφύονται οἱ μύες· ὁ ἀνώτερος τροχαντὴρ ὁ ἐπὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ μέρους ἐκαλεῖτο ὁ μέγας· ὁ δὲ κατώτερος ὁ ἐπὶ τοῦ ἐσωτερκοῦ ἐκαλεῖτο ὁ μικρός, Γαλην. τ. 2, σελ. 307, 773, ἔκδ. Kühn., «ἡ δὲ περὶ τῇ κεφαλῇ τοῦ μηροῦ τῶν ὀστῶν ἔκφυσις τροχαντὴρ ὀνομάζεται» Πολυδ. Β΄, 187. ΙΙ. μέρος τῆς πρύμνης τοῦ πλοίου, Ἡσύχ. ΙΙΙ. βασανιστικὸν ὄργανον, ὡς ὁ τροχός, Ἰωσήπ. Μακκ. 8· πρβλ. τροχὸς ΙΙ. 4.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
βλ. τροχαντήρας.

German (Pape)

ῆρος, ὁ,
1 der Läufer, Umläufer.
2 am Kopfe der Hüftknochen, eine runde Vorragung zur Bewegung und Vergliederung in der Pfanne.
3 ein Stück am Hinterteile des Schiffes, Hesych.
4 ein Marterwerkzeug, Jos.