τρόχισμα
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
και τρούχισμα, το, Ν τροχίζω / τρουχίζω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τροχίζω, ακόνισμα
2. καθαρισμός και λείανση δοντιού με τον τροχό
3. μτφ. εξάσκηση για την απόκτηση επιδεξιότητας.