τρόχισμα
From LSJ
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
Greek Monolingual
και τρούχισμα, το, Ν τροχίζω / τρουχίζω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τροχίζω, ακόνισμα
2. καθαρισμός και λείανση δοντιού με τον τροχό
3. μτφ. εξάσκηση για την απόκτηση επιδεξιότητας.