τσιτσί

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

Greek Monolingual

το, Ν
(στην γλώσσα τών νηπίων) το κρέας, καθώς και κάθε φαγητό από κρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της παιδικής γλώσσας σχηματισμένη από τον αρχ. τ. τιτθίον «μικρός μαστός». Ανάλογοι τ. απαντούν στο παιδικό λεξιλόγιο και άλλων γλωσσών (πρβλ. ιταλ. ciccia, σλαβ. tsitsa)].