ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
το / τυμπάνιον, ΝΑ τύμπανοννεοελλ.μουσ. άλλη ονομασία του τυμπάνου ορχήστρας(για κάλυμμα κεφαλής ή για κεφαλόδεσμο) υποκορ. του τύμπανον.