υπερφαλαγγίζω

From LSJ

ἐρημία μεγάλη 'στὶν ἡ Μεγάλη Πόλις → the Great City is a great wasteland

Source

Greek Monolingual

Ν
1. επεκτείνω το μέτωπο της παράταξής μου ώστε να κυκλώσω τα άκρα της εχθρικής παράταξης
2. περικυκλώνω
3. μτφ. υπερβαίνω, ξεπερνώ, παρακάμπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του υπερφαλαγγώ, κατά τα ρ. σε -ίζω].