υποποιώ

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

Greek Monolingual

-έω, Α ποιῶ
1. υποτάσσω
2. προξενώ κάτι σιγά σιγά, σταδιακά
3. μέσ. ὑποποιούμαι, -έομαι
α) οικειοποιούμαι
β) προσελκύω κάποιον με δόλια τεχνάσματα
γ) προσποιούμαι.