υποχρέωση

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. το να οφείλει κανείς να κάνει κάτι
2. ηθικό χρέος, ηθική επιταγή
3. χρηματική οφειλή, χρέος
4. φρ. α) «έχω υποχρεώσεις» — είμαι ηθικά δεσμευμένος απέναντι στην οικογένειά μου για την συντήρησή της ή για την αποκατάσταση παιδιών ή αδελφών
β) «έχω υποχρέωση σε κάποιον» — οφείλω ευγνωμοσύνη σε κάποιον
γ) «έχω υποχρέωση»
(γενικά) έχω καθήκον, οφείλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπόχρεως. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποχρέωσις, μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Ισ. Σκυλίσση].