υπότιτλος

From LSJ

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source

Greek Monolingual

ο / ὑπότιτλος, ΝΜ, και παλ. τ. υπότιτλο, το, Ν
νεοελλ.
1. δευτερεύων τίτλος βιβλίου, δημοσιογραφικού ή άλλου κειμένου ή εντύπου κάτω από τον κύριο, γενικότερο τίτλο
2. στον πληθ. οι υπότιτλοι
το κείμενο που αποδίδει τους διαλόγους ξενόφωνης κινηματογραφικής ταινίας
μσν.
υποδιαίρεση κειμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + τίτλος.