Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υπόφυση

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439

Greek Monolingual

η / ὑπόφυσις, -ύσεως, ΝΜΑ
παραφυάδα
νεοελλ.
(ανατ.-φυσιολ.) ενδοκρινής αδένας που είναι ένα νευροαδενικό όργανο, μεγέθους φουντουκιού, το οποίο βρίσκεται στην κρανιακή κοιλότητα, κάτω από τον υποθάλαμο του εγκεφάλου, μέσα στο τουρκικό εφίππιο της βάσης του κρανίου και παίζει σημαντικό ρόλο σε μεγάλο αριθμό λειτουργιών του οργανισμού, αλλ. μυξαδένας
αρχ.
1. η αποκάτω αύξηση
2. ανατ. μικρή εξοχή οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποφύω, -ομαι. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. hypophysis].