φαγάνα
From LSJ
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
η, Ν
1. κοινή ονομασία του εκσκαφέα
2. μτφ. α) έμψυχο ή άψυχο που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής, καυσίμων, αναλώσιμων υλικών
β) άνθρωπος άπληστος και δωροδοκούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαγανός, κατά τα θηλ., ενώ, κατ' άλλη άποψη, από τον τ. φαγών, -όνος «σιαγόνα»].