φαρυγγοτομία
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
ἡ, laryngotomy, Asclep. ap. Cael.Aur.CP1.14, Antyll. ap. Paul.Aeg.6.33.
Greek Monolingual
η, Ν
ιατρ. διάνοιξη του φάρυγγα με εγχείρηση, ύστερα από διατομή τών μαλακών μορίων του λαιμού για την αφαίρεση μεγάλων όγκων της περιοχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pharyngotomie < φάρυγξ, -υγγος + -τομία (< -τόμος < τόμος < τέμνω)].