Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φασόλι

From LSJ

γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon

Menander, Monostichoi, 205

Greek Monolingual

το / φασόλιν, ΝΜ, και φασούλι Ν
βοτ. κοινή, σήμερα, ονομασία τόσο του καρπού όσο και του σπέρματος της φασολιάς και, κατ' επέκταση, και του φυτού φασολιά, ένα από τα πιο διαδεδομένα και πολύτιμα όσπρια στον κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φασίολος / φασήολος μέσω ενός υποκορ. φασιόλιον. Ο τ. φασούλι, αντί του φασόλι, κατ' επίδραση της υποκορ. κατάλ. -ούλι].