φαωτός

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαωτός Medium diacritics: φαωτός Low diacritics: φαωτός Capitals: ΦΑΩΤΟΣ
Transliteration A: phaōtós Transliteration B: phaōtos Transliteration C: faotos Beta Code: fawto/s

English (LSJ)

ά, όν, = φαιός, χλαῖνα Schwyzer 323 C24 (Delph., iv B.C.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
λευκόφαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει πιθ. προέλθει από το επίθ. φαιός μέσω ενός αμάρτυρου ρ. φαιῶ / -όω (πρβλ. ὑποφαιῶ) με υφαίρεση του -ι- (φαωτός αντί φαιωτός) προς αποφυγή της χασμωδίας].