Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
το, Ν
1. οδοντωτό κέντημα με στρογγυλές ή αιχμηρές απολήξεις στο άκρο, συνήθως, ενός υφάσματος ή ενδύματος
2. αρχιτ. α) γλυπτός διάκοσμος με παράσταση γιρλάντας ή καρπών
β) οδοντωτό ή δαντελωτό ακρογείσιο..
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. feston < ιταλ. festone < festa «γιορτή» (βλ. και λ. φιέστα)].