ἐν τῷ τὴν μὲν ὡραίην οὐκ ὕει λόγου ἄξιον οὐδέν → in the fact that there is no rain to speak of at the usual season for rain
η, Νεσπευσμένη απομάκρυνση, φευγιό, φυγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω, κατά το πηλάλα (πρβλ. τρεχ-άλα: τρέχω)].