φλεβοδονώδης

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλεβοδονώδης Medium diacritics: φλεβοδονώδης Low diacritics: φλεβοδονώδης Capitals: ΦΛΕΒΟΔΟΝΩΔΗΣ
Transliteration A: phlebodonṓdēs Transliteration B: phlebodonōdēs Transliteration C: flevodonodis Beta Code: flebodonw/dhs

English (LSJ)

ες, f.l. for φλεδονώδης (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

φλεβοδονώδης: -ες, ὁ ἐπιφέρων διατάραξιν εἰς τὰς φλέβας, ἴδε φλεδονώδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α
αυτός που επιφέρει διαταραχές στις φλέβες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. αντί φλεδονώδης.