φλεβοδονώδης
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
ες, f.l. for φλεδονώδης (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
φλεβοδονώδης: -ες, ὁ ἐπιφέρων διατάραξιν εἰς τὰς φλέβας, ἴδε φλεδονώδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α
αυτός που επιφέρει διαταραχές στις φλέβες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. αντί φλεδονώδης.