φουσκωτός

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν φουσκώνω
1. φουσκωμένος, αυτός που έχει σχήμα φούσκας, κυρτός
2. γεμάτος αέρα
3. φρ. α) «φουσκωτό ψωμί» — ψωμί με προζύμι
β) «φουσκωτή βάρκα»
ναυτ. μικρό πλοιάριο με πλωτήρες γεμάτους αέρα.