φυγόδικος

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγόδῐκος Medium diacritics: φυγόδικος Low diacritics: φυγόδικος Capitals: ΦΥΓΟΔΙΚΟΣ
Transliteration A: phygódikos Transliteration B: phygodikos Transliteration C: fygodikos Beta Code: fugo/dikos

English (LSJ)

ὁ, one who shirks his trial, Sammelb.5250.4 (ii B. C.).

Greek Monolingual

ο, η, ΝΜΑ, θηλ. και -η Ν
αυτός που φυγοδικεί, που δεν παρουσιάζεται στο δικαστήριο για να δικαστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' -φυγ-ον του ρ. φεύγω) + -δικος (< δίκη), πρβλ. μισόδικος, φιλόδικος].