μισόδικος
From LSJ
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
English (LSJ)
μισόδικον, (δίκη) hating lawsuits, Sch. Ar.Av.109,110.
German (Pape)
[Seite 191] Rechtshändel, Processe hassend, Schol. Ar. Av. 109, im Gegensatz von φιλόδικος.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσόδῐκος: -ον, (δίκη) ὁ μισῶν τὰς δίκας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 109.
Greek Monolingual
μισόδικος, -ον (Α)
αυτός που αποστρέφεται και αποφεύγει τις δίκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -δικος (< δίκη), πρβλ. δωσίδικος, φυγόδικος].