φυλακεία

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠλᾰκεία Medium diacritics: φυλακεία Low diacritics: φυλακεία Capitals: ΦΥΛΑΚΕΙΑ
Transliteration A: phylakeía Transliteration B: phylakeia Transliteration C: fylakeia Beta Code: fulakei/a

English (LSJ)

ἡ, guard, protection, Poet.de herb.181, Glossaria.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ταινία, με την οποία δένεται κάτι για να προφυλαχθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλαξ, -ακος, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. φυλακεύω].