χάρβαλο

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

το, Ν
1. ρημάδι, σαράβαλο, χάλασμα
2. μτφ. (για πρόσ.) άτομο καταβεβλημένο από τα γηρατειά ή από νόσο, ερείπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, έχει προέλθει από το επίθ. χαλαρός, μέσω ενός αμάρτυρου παρλλ. τ. χαλαβρός (> χάλαβρο), με μετάθεση τών συμφώνων. Κατ' άλλη όμως άποψη, έχει προέλθει από συμφυρμό τών λ. χάλαρο «ερείπιο, χάλασμα» και άρβηλος «είδος μικρού μαχαιριού, φαλτσέτα»].