χαμαισύκη
From LSJ
Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist
English (LSJ)
[ῡ], ἡ,
A thyme spurge, Euphorbia Chamaesyce, Dsc.4.169, Plin.HN24.134: Adj. χαμαισύκινος, η, ον, Glossaria
II = ἀστράγαλος VII, Ps.-Dsc.4.61.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαισύκη: [ῡ], ἡ, χαμηλὴ συκῆ, εἶδος τιθυμάλλου ἢ «γαλατσίδας», «ἡ χαμαισύκη ... κλῶνας ἀνίησι τετραδακτύλους, ἐπὶ γῆς ἐρριμμένους, περιφερεῖς, ὀποῦ μεστούς· φύλλα φακοειδῆ, τῷ πέπλῳ ὅμοια, μικρά, λεπτά, πρὸς τῇ γῇ· καρπὸς δὲ ὑπὸ τοῖς φύλλοις στρογγύλος» Διοσκ. 4. 170, Πλίν. 24. 83. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 564.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βοτ. είδος παπαρούνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + συκῆ].
German (Pape)
ἡ, die Erdfeige, eine Art Wolfsmilch, Diosc.