χαριτόφωνος

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰρῐτόφωνος Medium diacritics: χαριτόφωνος Low diacritics: χαριτόφωνος Capitals: ΧΑΡΙΤΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: charitóphōnos Transliteration B: charitophōnos Transliteration C: charitofonos Beta Code: xarito/fwnos

English (LSJ)

χαριτόφωνον, with gracious voice, Philox.8.

German (Pape)

[Seite 1339] mit anmutiger, lieblicher, reizender Stimme, Philox. bei Ath. XIII, 564 e.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰριτόφωνος: -ον, ὁ ἔχων φωνὴν πλήρη χάριτος, Γαλάτεια, χαριτόφωνε κάλλος ἐρώτων Φιλόξεν. παρ’ Ἀθην. 564Ε.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει γοητευτική φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαρβαρόφωνος, χαλκεόφωνος].