χοιρόβιος

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

Greek (Liddell-Scott)

χοιρόβιος: -ον, ὁ διάγων βίον χοίρου, Κ. Μανασσ. Χρον. 625, 5080, Εὐστάθ. 1657, 11, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που ζει σαν χοίρος («χοιρόβιον... τυγχάνειν καὶ κτηνώδη τὸν... κράτορα», Κ Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -βιος (< βίος), πρβλ. μυρμηκόβιος].