χρεμίζω
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
v. χρεμετίζω.
German (Pape)
[Seite 1370] = χρεμετίζω, Hes. Sc. 348.
Russian (Dvoretsky)
χρεμίζω: Hes. = χρεμετίζω.
Greek (Liddell-Scott)
χρεμίζω: ἴδε χρεμετίζω.
Greek Monolingual
Α
χρεμετίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χρεμετίζω.
Greek Monotonic
χρεμίζω: = χρεμετίζω, Επικ. γʹ πληθ. αορ. αʹ χρέμισαν, σε Ησίοδ.