χρυσοκάρανος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
Doric for χρυσοκάρηνος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à tête d'or.
Étymologie: χρυσός, κάρηνον.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοκάρᾱνος: (κᾰ) златоглавый, т. е. златорогий (δόρκη Eur.).
German (Pape)
[ῡ, ρᾱ], dor. = χρυσοκάρηνος.