χρυσόφιλος

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source

German (Pape)

[Seite 1382] das Gold liebend, Anth. VIII, 185.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a de l'amour pour l'or.
Étymologie: χρυσός, φίλος.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόφῐλος: златолюбивый Anth.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόφῐλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν χρυσόν, Ἀνθ. Π. 8. 185.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπάει πολύ τον χρυσό, φιλοχρήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -φιλος (< φίλος), πρβλ. μουσόφιλος].

Greek Monotonic

χρῡσόφῐλος: -ον, αυτός που αγαπά το χρυσό, σε Ανθ.

Middle Liddell

χρῡσό-φῐλος, ον,
gold-loving, Anth.