χρυσόψαρο

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. κοινή ονομασία πολύ διαδεδομένου ψαριού ενυδρείου, γνωστού με την επιστημονική ονομασία Carassius auratus, που ανήκει στην οικογένεια του κυπρίνου
2. κοινή ονομασία διαφόρων υποειδών ή ποικιλιών του παραπάνω είδους που απαντούν σε ποταμούς και λίμνες στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και είναι γνωστά επίσης με τις κοινές ονομασίες πεταλούδα και κουτσουράς.