χυτραῖος
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
α, ον, = χυτρεοῦς, Ar.Fr.472 codd.Poll. (sed leg. χυτρεᾶν).
German (Pape)
[Seite 1385] = Folgdm, f.l., s. Lob. Phryn. 147.
Russian (Dvoretsky)
χυτραῖος: горшечный, т. е. глиняный (λήκυθος Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
χυτραῖος: -α, -ον, = χυτρεοῦς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 399.