ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
-ή, -ό, Ν1. συγχωριανός, συντοπίτης2. χωριάτης, χωρικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < χωριό + κατάλ. -ανός (πρβλ. αδειανός, φαγανός)].