χύμευσις

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῠμευσις Medium diacritics: χύμευσις Low diacritics: χύμευσις Capitals: ΧΥΜΕΥΣΙΣ
Transliteration A: chýmeusis Transliteration B: chymeusis Transliteration C: chymefsis Beta Code: xu/meusis

English (LSJ)

-εως, ἡ, alloy, EM630.52, Eust.828.16, Tz.ad Hes.Sc.122.

Greek (Liddell-Scott)

χύμευσις: -εως, ἡ, ἡ συγχώνευσις, σύμμιξις μετάλλων, Εὐστ. 828. 16, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 122.

Greek Monolingual

-εύσεως, ἡ, Μ
κράμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυμεία, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. χυμεύω (βλ. και λ. χημεία)].

German (Pape)

[ῡ], ἡ, Vermischung, Vermengung, Eust.