ψάλσιμο

From LSJ

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια του ψάλλω, το να ψάλλει κανείς θρησκευτικούς ύμνους
2. συνεκδ. ο τρόπος εκτέλεσης αυτών τών ύμνων («το ψάλσιμο του παπά»)
3. μτφ. α) συνεχής και επίμονη μεμψιμοιρία, κλάψα
β) δριμεία επίπληξη, αυστηρή παρατήρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάλλω + κατάλ. -σιμο (πρβλ. φέρσιμο)].