ψαρομάλλης
From LSJ
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
Greek Monolingual
και ψαρόμαλλος, ο, θηλ. ψαρομαλλούσα, Ν
γκριζομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαρός + -μάλλης/ -μαλλος (< μαλλί), πρβλ. κοκκινομάλλης].