ψαρομάλλης
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
Greek Monolingual
και ψαρόμαλλος, ο, θηλ. ψαρομαλλούσα, Ν
γκριζομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαρός + -μάλλης/ -μαλλος (< μαλλί), πρβλ. κοκκινομάλλης].