ψευδομαρτυρίου
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
δίκη, an action for false witness or perjury, Cratin. 454, PHal.1.24, 41,49, al. (iii B.C.); in dat. pl., ἔνοχος τοῖς ψευδομαρτυρίοις Pl.Tht.148b; acc. pl. τὰ ψευδομαρτύρια Arist.Ath.59.6.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδομαρτυρίου: δίκη, καταγγελία ἐπὶ ψευδομαρτυρίᾳ ἢ ἐπιορκίᾳ, Κρατῖνος ἐν Ἀδηλ. 121· ἐν τῇ δοτ. πληθ., ἔνοχος τοῖς ψευδομαρτυρίοις Πλάτ. Θεαίτ. 148Β· ἴδε Alt. Process. σ. 380.