длительный
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
Russian > Greek
ἐπίμονος, πολυχρόνιος, ἐπιχρόνιος, παραμόνιμος, παρμόνιμος, παρατατικός, διαρκής, συχνός, κατάμονος, διατελής, χρόνιος