мастер
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Russian > Greek
τορνευτολυρασπιδοπηγός, ὁλμοποιός, δημιουργός, δημιοεργός, λυροποιός, θωρακοποιός, αὐλοποιός, λοφοποιός, ποιητής, αὐλοτρύπης, τέκτων, ἐργάτης, τεχνίτης, χειροτέχνης, χειρῶναξ, σοφιστής, ἀγωνιστής, ἀθλητής, ἀεθλητής