αὐλοποιός
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
ὁ, flute-maker, Pl.R. 399d, 601d, Arist.Pol.1277b29, Dsc.2.75.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
fabricante de flautas Pl.R.399d, 601d, Arist.Pol.1277b29, Dsc.2.76, Plu.2.150e, 836e.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant de flûtes.
Étymologie: αὐλός, ποιέω.
German (Pape)
ὁ, der Flötenmacher, Plat. Rep. X.601d und Sp.
Russian (Dvoretsky)
αὐλοποιός: ὁ мастер, изготовляющий свирели Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλοποιός: ὁ, (ποιέω) ὁ κατασκευάζων αὐλούς, Πλάτ. Πολ. 399Δ, 601Δ.
Greek Monolingual
ἀυλοποιός, ο (Α)
κατασκευαστής αυλών.
Greek Monotonic
αὐλοποιός: ὁ (ποιέω), κατασκευαστής αυλών, σε Πλάτ.