надлежащим образом
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
Russian > Greek
τελείως, τελέως, ἐγκατασκεύως, καθηκόντως, ἐπιτηδείως, ἐπιτηδέως, ἱκνευμένως, ἐπιτηδές, ἐπίτηδες, ἐπίταδες, πρόσφορα, δεόντως, ἡρμοσμένως, προσηκόντως, προσφυῶς, προσφυέως, τεταγμένως, ἁρμοδίως, συναρμοττόντως, διδασκαλικῶς, ἐμμέτρως, ἐμμελῶς, ἐμμελέως