общительный
From LSJ
Russian > Greek
ἐπίστροφος, ἐντευκτικός, εὐπρόσοδος, προσήγορος, εὐπροσήγορος, κοινωνικός, ἐπητής, ὁμιλητός, ὁμιλητικός, φιλοπροσήγορος, συνελευστικός, φιλοσυνήθης, εὐκράς
ἐπίστροφος, ἐντευκτικός, εὐπρόσοδος, προσήγορος, εὐπροσήγορος, κοινωνικός, ἐπητής, ὁμιλητός, ὁμιλητικός, φιλοπροσήγορος, συνελευστικός, φιλοσυνήθης, εὐκράς