подтверждать
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
Russian > Greek
συναναιρέω, προσφύω, συνεπιτίθεμαι, συνεπιμαρτυρέω, φημί, ἐπινεύω, ἐπαληθεύω, προσαυξάνω, προσμαρτυρέω, συμπιστόομαι, συναποφαίνομαι, μαρτυρέω, συναγορεύω, ὑπερείδω, βεβαιόω, συνεπινεύω, κατάφημι, ἀληθεύω, πιστόω