резвый
From LSJ
τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda
Russian > Greek
ἐλλός, ὠκύθοος, ἀργός, καρπάλιμος, διερός, τροχός, παλίγκραιπνος, ἀταλός, φιλοπαίγμων, γαῦρος, εὐκάρδιος, ὀξύς, εὐαγής, κραιπνός, ἴξαλος, πηδητικός, εὔστρεπτος, ἐΰστρεπτος