διερός

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διερός Medium diacritics: διερός Low diacritics: διερός Capitals: ΔΙΕΡΟΣ
Transliteration A: dierós Transliteration B: dieros Transliteration C: dieros Beta Code: diero/s

English (LSJ)

διερά, διερόν,
A active, alive, twice in Hom., οὐκ ἔσθ' οὗτος ἀνὴρ διερὸς βροτός Od.6.201, cf. Aristarch. ad loc. (but perhaps for δϝῐ-ερός, 'to be feared'); διερῷ ποδί with nimble foot, 9.43; διερῇ φλογί AP7.123 (Diog. Laert.).
II after Hom., wet, liquid, ὕδατι διερόν cj. in Pi.Fr.107.14; αἷμα τὸ δ. A.Eu.263; τὸ δ., opp. ξηρόν, Anaxag. 4, 12; of the air, opp. λαμπρός, v.l. in Hp.Aër.15; of birds, which float through the air, Ar.Nu.337; δ. μέλεα, of the nightingale's notes, dub. l. in Id.Av.213; δ. καὶ βαρεῖα γῆ Thphr. CP 3.23.2; δ. φῦκος Ph. Bel.99.24; τοῦ δ. παγέντος Alciphr.1.23; δ. κέλευθος, of the sea, A.R.1.184; πώγων δ. [ὀστρέου] AP9.86 (Antiphil.); διερὰς χαίτας εὐώδεας Orph.Fr.142; δ. μόρος death by drowning, Opp.H.5.345; δ. πῦρ the watery star, i.e. the constellation Eridanus, Nonn. D. 23.301. (Prop., acc. to Arist.GC330a16 διερὸν μέν ἐστι τὸ ἔχον ἀλλοτρίαν ὑγρότητα ἐπιπολῆς, opp. βεβρεγμένον (soaked through), but cf. σπόγγος ὄξει διερός Dsc.Eup.1.141; διερά, = σεσηπότα, Hsch.) (In signf. 1, perhaps cogn. with δίεμαι (but not with βίος): in signf. ΙΙ, prob. connected with διαίνω.)

Spanish (DGE)

διερά, διερόν
• Alolema(s): jón. fem. διερή Hes.Op.460, A.R.2.1099, Dionysius 34.3
1 mojado, húmedo frec. por la lluvia, de la tierra αὔην καὶ διερὴν ... ἄροιτο κάθ' ὥρην Hes.l.c., cf. Thphr.CP 3.23.2, Theoc.17.80, junto a τραφερός Dionysius l.c., de una ciudad, Theodotus SHell.757.7, ῥάκος Hp.Nat.Mul.34, λαίφη Call.Fr.239, λίθος piedra húmeda, rezumante símbolo de lágrimas, Call.Ap.23, de partes del cuerpo διεροῖς ἐπὶ χείλεσιν A.R.4.1457, el rostro por las lágrimas AP 6.316 (Nicod.), cf. Pi.Fr.33a.2 (dud., v. ap. crít.), Eratosth.SHell.397.2.2 (ap. crít.), ὄμματα ITomis 459.14 (II/III d.C.), χαίτας Orph.Fr.142, cf. Nonn.D.5.314, φῦκος Ph.Mech.99.24, σπόγγος Dsc.Eup.1.141.1, πώγων δ. (ὀστρέου) AP 9.86 (Antiphil.), δ. θ' ὑπὸ κύμασιν ἀρθείς mojado y zarandeado por las olas Euclus en Paus.10.24.3, βέλος Nonn.D.18.231, 25.508
neutr. como adv. διερὸν βλέπειν mirar con los ojos húmedos Luc.Lex.4
subst. τὸ διερόν = mojadura, humedad superficial διερὸν μέν ἐστι τὸ ἔχον ἀλλοτρίαν ὑγρότητα ἐπιπολῆς Arist.GC 330a16, cf. Pr.860a27.
2 constituido por elemento líquido, cargado de agua, acuoso de las nubes, Ar.Nu.337, del aire, Hp.Aër.15 (var.), Arist.Pr.939a26, 30, de un río διεροῦ περ ἐόντος Call.Iou.2, cf. Colluth.359, de ciertos frutos, Plu.2.735e, AP 9.532, κέλευθος camino acuático dicho del mar, A.R.1.184
subst. τὸ διερόν lo húmedo, el principio o elemento húmedo ἀποκρίνεται ... ἀπὸ τοῦ διεροῦ τὸ ξηρόν Anaxag.B 12, cf. 4, 15, τὸ διερὸν πέδοι χύμενον οἴχεται al derramarse en el suelo lo líquido desaparece A.Eu.263, τὸ δ' ὑγρὸν οὐκ ἔστιν ἄνευ σώματος, οὐδὲ τὸ δ. Arist.de An.423a25, τοῦ διεροῦ παγέντος Alciphr.3.40.3 (pero cf. supra)
δ. μόρος muerte acuática, por ahogamiento Opp.H.5.345, τὸ δ. γένος el género acuático, los peces Max.Tyr.20.6, cf. Opp.H.2.445, AP 2.67 (Christod.), διερὴν ὁδὸν Ἀρκτούροιο el curso lluvioso (anunciado por la constelación) de Arturo A.R.l.c., διερῇ φλογί con llama líquida e.d. con lava, AP 7.123 (D.L.), δ. πῦρ el fuego acuático e.d. la constelación que representa el río Erídano Nonn.D.23.301
fig. διεροῖς μέλεσιν entre límpidos cantos del ruiseñor, Ar.Au.213.
3 licuefacto, en estado de descomposición Hsch.s.u. διερά.
• Etimología: Quizá rel. διαίνω c. resto de alternancia ρ/ν. Pero puede ser la misma palabra que 1 διερός q.u.

διερά, διερόν
solo poét. vivo, en plenitud de facultades, con viveza οὐκ ἔσθ' οὗτος ἀνὴρ δ. βροτὸς οὐδὲ γένηται no hay ni habrá tal hombre vivo, Od.6.201, θνατὸς δ' οὔ κ[ε] ν ἀνὴρ δ. τὰ ἕκαστα εἴποι Ibyc.1(a).26, διερῷ ποδὶ φευγέμεν huir a paso vivo, Od.9.43.
• Etimología: Si es una palabra distinta de 2 διερός podría tener rel. δίεμαι q.u. ¿O es de *δϝιερός, cf. δέος, δείδω?

German (Pape)

[Seite 621] διερά, διερόν, bei Homer zweimal, Odyss. 9, 43 ἔνθ' ἤτοι μὲν ἐγὼ διερῷ ποδὶ φευγέμεν ἡμέας ἠνώγεα, 6, 201 στῆτέ μοι, ἀμφίπολοι· πόσε φεύγετε φῶτα ἰδοῦσαι; ἦ μή πού τινα δυσμενέων φάσθ' ἔμμεναι ἀνδρῶν; οὐκ ἔσθ' οὗτος ἀνὴρ διερὸς βροτός, οὐδὲ γένηται, ὅς κεν Φαιήκων ἀνδρῶν ἐς γαῖαν ἵκηται δηιοτῆτα φέρων. In dieser letzteren Stelle erklärte Aristarch, nach einem Scholium, διερός = »lebend«, während Kallistratus (s. Sengebusch Homer. diss. 1 p. 55) δυερός las: διερός: οὕτως τὸν ζῶντα Ἀρίσταρχος. ὁ δὲ Καλλίστρατος γράφει δυερός, ὁ ἐπίπονος, παρὰ τὴν δύην, ἤτοι κακοπαθητικός. Andere Scholien: οὐκ ἔσθ' οὗτος ἀνὴρ διερός: ὁ ζῶν, ὡς ἐκ τοῦ ἐναντίου ἀλίβαντες οἱ νεκροί, und: ζῶν ἐρρωμένως καὶ ἰκμάδος μετέχων. τὴν μὲν γὰρ ζωὴν ὑγρότης καὶ θερμασία συνέχει, τὸν δὲ θάνατον ψυχρότης καὶ ξηρασία. ὅθεν καὶ ἀλίβαντες οἱ νεκροὶ λιβάδος μὴ μετέχοντες. Eine abweichende Erklärung enthält in den Scholien die Notiz βλαπτικός, πειρατικός, πειρατής; sie geht vielleicht ursprünglich auf die Lesart δυερός. Lehrs Aristarch. p. 56 sqq. meint, diese Notiz enthalte eine Spur seiner eigenen Erklärung der Lesart διερός; er bringt nämlich das Homerische διερός nicht mit διαίνω in Verbindung, was die oben angeführten Erklärungen der Scholien thun; gegen diese Erklärungen und die Verbindung mit διαίνω beruft sich Lehrs besonders auf Scholl. Iliad. 21, 252 αἰετοῦ οἴματ' ἔχων μέλανος, τοῦ θηρητῆρος: Ἀριστοτέλης μελανόστου ἀναγινώσκει, τοῦ μέλανα ὀστᾶ ἔχοντος· ἀγνοεῖ δὲ ὡς οὐ δεῖ ἀπὸ τῶν ἀφανῶν ποιεῖσθαι τὰ ἐπίθετα. Lehrs leitet vielmehr das Homerische διερός von δίειν, δίεσθαι ab; er macht Odyss. 6, 201 nach διερὸς βροτός ein Colon und übersetzt Quonam aufugitis viro conspecto? Numne eum hostem esse putatis? Non est iste vir fugator homo (h. e. non is est quem fugere opus sit); neque omnino erit qui improbo consilio ad Phaeaces accedere audeat. Hier hätte demnach διερός activischen Sinn; in der anderen Stelle, Odyss. 9, 43, hat es nach Lehrs passivischen Sinn, διερῷ ποδὶ φευγέμεν »mit fliehendem Fuß enteilen«, fugaci pede se proripere. Ganz eben so hat z. B. φοβερός und σφαλερός activische und passivische Bedeutung. Die Scholien denken auch Odyss. 9, 43 wieder an διαίνω und nehmen als Grundbedeutung von διερός »flüssig«, »naß« an. Von dieser Grundbedeutung aus erklären sie διερῷ ποδί auf verschiedene Art. Am Besten wäre wohl, wenn man nicht Lehrs Erklärung vorzieht, διερῷ ποδί = »mit schnellem Fuße« zu nehmen; das Flüssige bewegt sich schnell. Nach Homer kommt διερός in einer Reihe von Stellen vor, in denen allen man es = »naß«, »flüssig« erklärt. Einige dieser Stellen lassen gar keine andere Auffassung zu; in einigen jedoch könnte man auch an die Ableitung von δίω denken; beide Ableitungen treffen zusammen in der Bedeutung »dahinströmend«, »dahineilend«, »flüchtig«, »schnell«, »beweglich«, »rege«. Man kann nun, wenn man Lehrs Erklärung der Homerischen Stellen billigt, entweder annehmen, daß das Wort διερός die Bedeutung »naß«, »flüssig«, nur durch Mißverstehn der Homerischen Stellen erhalten habe, eine Annahme, welche durch viele analoge Fälle gestützt wird; oder, daß es wirklich von Anfang an zwei wurzelhaft verschiedene Adjectiva διερός gab: 1) διερός von δίω, fugator und fugax, 2) διερός verwandt mit διαίνω, »naß«, »flüssig«. Nachhomerische Stellen: Hesiod. O. 460 εὖτ' ἂν δὲ πρώτιστ' ἄροτος θνητοῖσι φανείῃ, δὴ τότ' ἐφορμηθῆναι ὁμῶς δμῶές τε καὶ αὐτὸς αὔην καὶ διερὴν ἀρόων ἀρότοιο καθ' ὥρην, πρωὶ μάλα σπεύδων, ἵνα τοι πλήθωσιν ἄρουραι; Aeschyl. Eum. 263 αἷμα μητρῷον χαμαὶ, δυσαγκόμιστον, παπαῖ, τὸ διερὸν πέδῳ χύμενον οἴχεται; Aristoph. Nub. 337 von den Wolken εἶτ' ἀερίας, διερὰς, γαμψοὺς οἰωνοὺς ἀερονηχεῖς, v.l. διερούς, was dann auf οἰωνούς bezogen werden kann; Av. 213 διεροῖς μέλεσιν, von den (dahinströmenden? thränenfeuchten?) Liedern der Nachtigal; Νεῖλος διερὰν βώλακα θρύπτει Theocr. 17, 80; λίθος Callim. Ap. 23; bei Ap. Rh. 1, 184 κέλευθος, nach Schol. κυρίως ἡ ἐκ Διὸς κάθυγρος γῆ; vgl. 2, 1099; χείλη 4, 1457, wie Nonn. D. 5, 314 die Glieder auch nennt, vgl. ὑγρός; Antiphil. 22 (IX, 86) πώγων ὀστρέου; s. auch Ep. ad. 740 (App. 375). Nach Arist. de gener. et interit. 2, 2 ist διερὸν τὸ ἔχον ἀλλοτρίαν ὑγρότητα ἐπιπολῆς, obenauf feucht; Luc. Lexiph. 4 vrbdt διερὸν βλέπειν mit λημαλέοι ὀφθαλμοί.

French (Bailly abrégé)

1ά, όν :
1 qui épouvante, qui fait fuir, redoutable;
2 qui fuit (de frayeur) ; agile.
Étymologie: δίεμαι, cf. δέδια.
2ά, όν :
1 humide, mouillé;
2 qui coule.
Étymologie: DELG διαίνω.

Russian (Dvoretsky)

διερός:
1 влажный, мокрый Aesch., Arph., Arst., Plut., Anth.: διερὸν βλέπειν Luc. смотреть влажным взглядом;
2 текучий, т. е. переливчатый (μέλη Arph.).
быстрый, резвый (ἀνήρ, πούς Hom.; φλόξ Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

διερός: διερά, διερόν, ἐν χρήσει δὶς παρ᾽ Ὁμήρῳ (ἐν τῇ Ὀδ.) ἐπὶ τῆς σημασίας: ζωηρὸς, εὐκίνητος, ἀκμαῖος, Λατ. vegetus, οὐ ἔσθ᾽ οὗτος ἀνὴρ διερὸς βροτός, δὲν ὑπάρχει ἐπὶ γῆς ἄνθρωπος ζῶν καὶ ἀκμαῖος, ὅστις…, Ζ. 201· διερῷ ποδί, μὲ εὐκίνητον πόδα, Ι. 43· διερῇ φλογί, Διογ. Λ. 8. 75. ΙΙ. μεθ᾽ Ὅμηρον = liquidus, ὑγρὸς βεβρεγμένος, ὕδατι διερὸν Πίνδ. Ἀποσπ. 74. 11· αἷμα τὸ δ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 263· τὸ ὃ., ἀντίθ. ξηρόν, Ἀναξαγ. 6· ἐπὶ τοῦ ἀέρος, ἀντίθ. λαμπρός, Ἱππ. Ἀέρ. 290· ἐπὶ πτηνῶν πετομένων διὰ μέσου τοῦ ἀέρος, Ἀριστοφ. Νεφ. 337, πρβλ. ἀερονηχής· δ. μέλεα, ἐπὶ τῶν φθόγγων τῆς ἀηδόνος, Λατ. liquidae voces, ὁ αὐτ. Ὄρν. 213· δ. καὶ βαρεῖα γῆ Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 3. 23, 2· δ. κέλευθος, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 84· δ. πώγων, ἐπὶ τοῦ πώγωνος ἀνδρὸς πνιγέντος ἐν τῇ θαλλάσῃ, Ὀππ. Ἁλ. 5. 345. (Κυρίως κατὰ τὸν Ἀριστ. Γεν. καὶ Φθορ. 2. 2, 8, διερὸν μέν ἐστι τὸ ἔχον ἀλλοτρίαν ὑγρότητα ἐπιπολῆς, κατ᾽ ἀντίθ. πρὸς τὸ βεβρεγμένον, διάβροχον, «μουσκευμένον». Ἡ ἑρμηνεία αὕτη ὑποδεικνύει ἡμῖν ὡς ῥίζαν τὴν αὐτὴν καὶ τοῦ ῥήματος διαίνω· ἀλλ' ἡ Ὁμηρ. χρῆσις σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ δίω, τρέχω, φεύγω, ἴδε Κούρτ. ἀρ. 268.)

English (Autenrieth)

doubtful word, living, Od. 6.201, quick, Od. 9.43.

English (Slater)

διερός ]τον χερὶ τανδιεραν[i. e.? τανδ' ἱερὰν cf. Σ. in marg. οὕτως εἴρηκε τὸ ῥόπαλον. ἱερὰν τὴν μεγάλην. ἔνιοι διεράν, ὅτι… υγρον i. e. ἦν δίυγρον vel ἦν ὑγρόν (sic supp. et explic. Snell) fr. 33a.]

Greek Monolingual

διερός, διερά, διερόν (Α)
1. ενεργητικός, ζωηρός, βιαστικός
2. ρευστός, υγρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σπάνια λ. που απαντά μόνο στην ποίηση και στον πεζό λόγο της ελληνιστικής εποχής. Με τη σημ. «υγρός» η λ. συνδέθηκε με το διαίνω (πρβλ. μιαρός, μιερός, μιαίνω), αν και δεν υπάρχει τ. διαρός. Ενώ με τη σημ. «ενεργητικός, ζωηρός» (πρβλ. διερός
«λαμπρός, ζων, περιφανής», Ησύχ.) έχει υποτεθεί ότι η λ. συνδέεται με το δίεμαι ή με το δείδω (διερός < δFιερός)
Λόγω όμως της σημασιολογικής αποκλίσεως οι υποθέσεις αυτές δεν είναι πειστικές].

Greek Monotonic

διερός: διερά, διερόν,
I. φρέσκος, ενεργητικός, ζωηρός, ευκίνητος, ακμαίος, λέγεται για ανθρώπους, σε Ομήρ. Οδ.· διερῷ ποδί, με ευκίνητο πόδι, στο ίδ.
II. μετά τον Όμηρ. = liquidus, υγρός, βρεγμένος, νωπός, νοτισμένος, σε Αισχύλ.· λέγεται για πουλιά, τα οποία φτερουγίζουν στον αέρα, σε Αριστοφ.· δ. μέλεα, για τη μουσική του αηδονιού, Λατ. liquidae voces, στον ίδ.· δ. πώγων, για κάποιον πνιγμένο στη θάλασσα, σε Ανθ. (η σημασία του «ρευστός» δεν υπάρχει στον Όμηρ.· η χρήση του δείχνει να συνδέεται με το δί-ω, τρέχω, φεύγω).

Frisk Etymological English

Meaning: in Hom. qualification of ἀνήρ (ζ 201 ἀνηρ διερὸς βροτός), of πούς (ι 43); in Diog. Laert. (AP 7, 123) adj. of φλόξ. In Anaxag. 4, 12 the opposite of ξηρός, humid (A.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The meaning was in antiquity already unknown, as appears from the attempts in H.: διερός λαμπρός, ζῶν, περιφανής. Connection with δίεμαι is no solution (as *dih₁- does not give διε-). - Acc. to Schulze (s. Bechtel Lex. s. v.) in ζ 201 = *δϜιερός to be feared, of δείδω (s. v.); semantically not convincing. One also connects (Frisk) μιαινω; not very convincing (not from an r/n-stem). One has also split the words.

Middle Liddell

διερός, διερή, διερόν adj
I. fresh, active, nimble, of men, Od.; διερῷ ποδί with nimble foot, Od.
II. after Hom. = liquidus, wet, liquid, Aesch.; of birds, which float through the air, Ar.; δ. μέλεα of the nightingale'snotes, Lat. liquidae voces, Ar.; δ. πώγων of one drowned in the sea, Anth. (The sense of liquid is not in Hom.: his usage seems to connect it with δί-ω, to run, flee.)

Frisk Etymology German

διερός: 1.
{dierós}
Meaning: bei Hom. Beiwort von ἀνήρ (ζ 201 ἀνὴρ διερὸς βροτός), von πούς (ι 43); bei Diog. Laert. (AP 7, 123) Beiw. von φλόξ.
Etymology: Bedeutung schon in der Antike unbekannt, wie aus den tastenden Vorschlägen bei H.: διερός· λαμπρός, ζῶν, περιφανής hervorgeht. Die formal sehr naheliegende Anknüpfung an δίεμαι ist auch semantisch unbedenklich (etwa rasch, regsam?), wenn auch nicht strikt zu beweisen. — Nach Schulze (s. Bechtel Lex. s. v.) in ζ 201 = *δϝιερός zu fürchten, von δείδω (s. d.); semantisch wenig zutreffend. Ältere Lit. bei Bq.
Page 1,390
2.
{dierós}
Meaning: von Anaxag. 4, 12 als Oppositum von ξηρός gebraucht feucht, naß (vorw. poet. seit A., aber auch Thphr. u. a.).
Etymology: Zu διαίνω; vielleicht für *διαρός wie μιαρός: μιαίνω, mit Spur einer alten r-n-Flexion.
Page 1,390

Translations

moist

Arabic: رَطِب‎, بَلّ‎; Armenian: թաց; Belarusian: вільготны; Bulgarian: влажен; Catalan: humit; Chamicuro: sawa; Chinese Mandarin: 潮濕/潮湿, 濕潤/湿润; Xiang: 水垮垮; Czech: vlhký; Danish: fugtig; Dutch: vochtig, nattig; Esperanto: malseketa; Finnish: kostea; French: humide, moite; Middle French: moiste; Old French: moiste; Friulian: umid; Galician: lento, húmido; Georgian: ნესტიანი; German: feucht; Greek: νοτισμένος, νοτερός, υγρός; Ancient Greek: ἄμυρος, βρεχώδης, βροχμώδης, βροχώδης, διάβροχος, διαντικός, διερός, δροσερός, δροσινός, ἐνδιής, ἔνδιος, ἔνδροσος, ἔνικμος, ἐννότιος, ἔννοτος, ἔνυγρος, ἔνυδρος, κατάρρυτος, νοτερός, παρδακός, πλαδαρός, ὑγρός, ὑδρηλός; Hindi: गीला, आबी, नम; Hungarian: nyirkos; Iban: embap; Icelandic: rakur, tárvotur; Ido: humida; Indonesian: lembap; Ingrian: nepsiä, nahkia; Italian: umido; Japanese: 湿った, しっとり; Korean: 축축한; Kurdish Northern Kurdish: şêdar; Latin: uvidus; Latvian: mitrs, mikls, valgs, valgans; Malay: lembap; Maori: kōpūtoitoi, mākūkū, haumākū, monoku, toriwai, hauwai, hauwai, mākū, tōwahiwahi, tōwahiwahi, tōwāwahi; Middle English: moiste; Norwegian Bokmål: klam, fuktig; Occitan: umid; Persian: نمناک‎; Plautdietsch: feicht; Polish: wilgotny; Portuguese: úmido, húmido; Romanian: umed; Russian: влажный; Slovak: vlhký; Slovene: vlážen; Spanish: húmedo; Swedish: fuktig; Thai: ชุ่มชื้น; Turkish: nemli, rutubetli; Ukrainian: вологий; Vietnamese: ẩm