ὠκύθοος

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῠθοος Medium diacritics: ὠκύθοος Low diacritics: ωκύθοος Capitals: ΩΚΥΘΟΟΣ
Transliteration A: ōkýthoos Transliteration B: ōkythoos Transliteration C: okythoos Beta Code: w)ku/qoos

English (LSJ)

α, ον,
A swift-running, Νύμφαι E.Supp.993 (dub. l., lyr.).
II quickgrowing, τριπέτηλον Call.Dian.165; = τρίφυλλος, clover, Hsch.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 agile à la course;
2 qui croît vite.
Étymologie: ὠκύς, θέω.

German (Pape)

schnell laufend, auch fem. ὠκύθοαι Νύμφαι, Eur. Suppl. 1018; τριπέτηλον, d.i. schnell wachsend, Callim. 3.165.

Russian (Dvoretsky)

ὠκύθοος: θέω быстро бегущий, проворный, резвый (Νύμφαι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύθοος: -α, -ον, ὁ ταχέως τρέχων, ὠκύθοαι Νύμφαι Εὐρ. Ἱκ. 993. ΙΙ. ὁ ὠκέως αὐξανόμενος, τριπέτηλον Καλλ. εἰς Ἄρτ. 165. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὠκύθοον· πόα τις ἡ τρίφυλλος καλουμένη».

Greek Monolingual

-όα, -ον, Α
1. ὠκύδρομος
2. το ουδ. ως ουσ. (κατά τον Ησύχ.) «ὠκύθοον
πόα τις ἡ τρίφυλλος καλούμενη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -θοος (< θοός «ταχύς» < θέω «τρέχω»), πρβλ. ἱππόθοος].

Greek Monotonic

ὠκύθοος: -α, -ον (θέω), αυτός που τρέχει γρήγορα, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὠκύ-θοος, η, ον [θέω]
swift-running, Eur.