ἀβόητος
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
Dor. ἀβόατος, ον, (βοάω)
A not loudly lamented, Epigr.Gr. 240 (Smyrna).
2 not noised abroad, (κλέος) οὐκ ὰ. IG2.4174.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. ἀβόᾱτος GVI 1539.1 (II a.C.)
• Prosodia: [ᾰ]
1 no difundido, no celebrado οὐκ ἀβόητον σὸν κλέος IG 22.12764.3 (Atenas II a.C.), πίστις Nonn.Par.Eu.Io.12.42
•silencioso ἑσπερίη ἀ. πορείη Nonn.Par.Eu.Io.18.12.
2 de pers. no renombrado, que no tiene fama, GVI l.c.
German (Pape)
[Seite 3] schweigend, Nonn., vgl. ἀβόατος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu'on ne pleure pas bruyamment;
2 qui ne crie pas, muet, silencieux.
Étymologie: ἀ, βοάω.
Greek Monotonic
ἀβόητος: Δωρ. ἀβόᾱτος, -ον (βοάω), αυτός που δεν θρηνείται μεγαλόφωνα, σε Ανθ.· επίρρ. ἀβοᾱτὶ - ἀβοητί, χωρίς πρόσκληση, χωρίς προσταγή, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀβόητος: дор. ἀβόᾱτος 2 неоплаканный Anth.