ἀγέλασμα
From LSJ
Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb
English (LSJ)
-ατος, τό, gathering, crowd, νούσων Procl.H.7.44.
Spanish (DGE)
-ματος, τό reunión, multitud νούσων Procl.H.7.44.
German (Pape)
[Seite 11] τό (ἀγελάζομαι), Schaar, νούσων Procl. H. in Minerv. 43.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγέλασμα: -ατος, τό, (ἀγελάζομαι), σωρός, ἄθροισμα, πλῆθος, νούσων, Πρόκλ. ὕμ. Ἀθ. 44.