ἀδιάλεκτος
From LSJ
English (LSJ)
ἀδιάλεκτον, without conversation, βίος solitary life, Phryn.Com.18.
Spanish (DGE)
-ον
sin nadie con quien hablar, solitario, βίος Phryn.Com.19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάλεκτος: ὁ ἄνευ διαλέξεως, ἀδ. βίος, μεμονωμένος βίος· Φρύν. κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 1.
German (Pape)
βίος, Phryn. com. B.A. 344, ohne Unterhaltung mit Anderen, einsam.