ἀκαταχώριστος

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαταχώριστος Medium diacritics: ἀκαταχώριστος Low diacritics: ακαταχώριστος Capitals: ΑΚΑΤΑΧΩΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akatachṓristos Transliteration B: akatachōristos Transliteration C: akatachoristos Beta Code: a)kataxw/ristos

English (LSJ)

ἀκαταχώριστον,
A undigested, ὕλη Arist.Pr.949b3.
II unregistered, Sammelb.5232.33.

Spanish (DGE)

-ον
1 no dividido, mal ordenado ὕλη Arist.Pr.949b3.
2 admin. no registrado en el registro de la propiedad inmobiliaria (πρᾶσις) SB 5232.33 (I d.C.), χρηματισμός SB 5232.36 (I d.C.).

German (Pape)

nicht abgesondert, unverdaut, ὕλη Arist. Probl. 28.1.

Russian (Dvoretsky)

ἀκαταχώριστος: физиол. неусвоенный, непереваренный (ὕλη Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαταχώριστος: -ον, ἄπεπτος, ὕλη, Ἀριστ. Προβλ. 28. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαταχώριστος, -ον) καταχωρίζω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει καταχωριστεί, δεν έχει γραφεί στη θέση που πρέπει
«ακαταχώριστα ονόματα»
2. εκείνος που δεν έχει δημοσιευτεί σε κάποιο έντυπο
«ακαταχώριστη αγγελία»
αρχ.
αυτός που δεν έχει χωνευτεί, ο άπεπτος
«ἀκαταχώριστος ὕλη» (Αριστοτ. Προβλήμ. 28, 3).