ἀκηχέδαται
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
ἀκηχέμενος, v. sub ἀχέω.
French (Bailly abrégé)
v. *ἄχω.
Russian (Dvoretsky)
ἀκηχέδαται: эп. 3 л. pl. pf. pass. к ἀκαχίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκηχέδαται: ἀκηχέμενος, ἴδε ἐν λ. ἀχέω.
English (Autenrieth)
see ἀκαχίζω.
Greek Monotonic
ἀκηχέδαται: ή -έαται, Επικ. αντί ἠκάχηνται, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του ἀχέω· ἀκηχεμένος, αντί ἀκαχήμενος, Επικ. μτχ.